μπρίστολ

μπρίστολ
I
(Bristol). Πόλη (399.243 κάτ.) της νοτιοδυτικής Αγγλίας, στην κομητεία Γκλάστερ, 175 χλμ. Δ του Λονδίνου, κατά μήκος του κατώτερου ρου του ποταμού Έιβον. Ιδρύθηκε πιθανώς τον 6o αι. μ.Χ. και μέχρι τον Μεσαίωνα ήταν σημαντικό λιμάνι· από εκεί ξεκίνησε το 1497 ο Τζοβάνι Καμπότο, για να επαναλάβει (σε πιο βόρεια γεωγραφικά πλάτη) την επιχείρηση του Κολόμβου. Ακόμα και σήμερα, με τους προλιμένες Έιβονμαθ και Πόρτισχεντ, το Μ. έχει αναπτυγμένο εισαγωγικό (δημητριακά, πετρέλαιο) και εξαγωγικό (χημικά προϊόντα, μηχανές, βαμβακερά υφάσματα) εμπόριο. Μεγάλη σημασία παρουσιάζουν η πατροπαράδοτη βιομηχανία ειδών διατροφής και η μεταλλομηχανουργία.
Η πόλη, που κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο υπέστη σοβαρές ζημιές, διατηρεί ακόμα μερικά μνημεία του παρελθόντος, μεταξύ των οποίων ο καθεδρικός ναός (12ος αι.), το γοτθικό παρεκκλήσιο του Λόρδου Δημάρχου, ο επίσης γοτθικός ναός της Αγίας Μαρίας Ρέντκλιφ και ο Γεωργιανός Οίκος (18ος-19ος αι.). Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, το Μ. είναι έδρα πανεπιστημίου, διάφορων ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μουσείων και μιας πινακοθήκης.
Τμήμα της πόλης Μπρίστολ, στο Ηνωμένο Βασίλειο? διακρίνεται ο ιστορικός καθεδρικός ναός της.
II
(Bristol). Ονομασία πέντε πόλεων των ΗΠΑ.
1. Πόλη και λιμάνι (περ. 23.000 κάτ.) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στις ανατολικές ακτές της πολιτείας Poντ Άιλαντ, στον κόλπο Ναραγκάνσετ. Έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία ενδυμάτων, ειδών από ελαστικό, ζυμαρικών και μηχανών, καθώς και ναυπηγεία θαλαμηγών.
2. Πόλη (60.700 κάτ.) των ΗΠΑ, στην πολιτεία Κονέτικατ, με σημαντική βιομηχανία μεταλλουργίας και πολλά υφαντουργεία.
3. Πόλη των ΗΠΑ, στην Πενσιλβάνια, στον ποταμό Ντέλαγουερ. Έχει βιομηχανία αεροπλάνων, λεβήτων, χρωμάτων, χημικών προϊόντων, δερμάτινων ειδών, σαπουνιού, χαρτιού και ταπέτων.
4. & 5. Ονομασία δύο γειτονικών πόλεων των ΗΠΑ, που βρίσκονται στη διαχωριστική γραμμή των πολιτειών Τενεσί και Βιρτζίνια και χωρίζονται μεταξύ τους με κοινόχρηστη λεωφόρο. Οι πόλεις έχουν βιομηχανία παραγωγής μηχανών, φαρμάκων και ενδυμάτων.
* * *
το
είδος πολυτελούς λεπτού χαρτονιού που χρησιμοποιείται στην τυπογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. bristol < Bristol, ονομ. πόλης της Αγγλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μοτ, Νέβιλ — (Sir Nevill Mott, Λιντς 1905 – 1996). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε μαθηματικά και θεωρητική φυσική, στα κολέγια Κλίφτον και Σαιντ Τζονς του Κέιμπριτζ, ενώ πραγματοποίησε έρευνα στο Κέιμπριτζ και στην Κοπεγχάγη υπό την επίβλεψη του Νιλς Μπορ και στο… …   Dictionary of Greek

  • Ντιράκ, Πολ Άντριαν Μόρις — (Paul Adrien MauriceDirac, Μπρίστολ 1902 – 1984). Άγγλος φυσικός. Σπούδασε αρχικά στο Μπρίστολ και μετά στο Κέιμπριτζ και το 1933 τιμήθηκε, μαζί με τον Έρβιν Σρέντινγκερ, με το Νόμπελ φυσικής, για τη συνεισφορά του στην ανάπτυξη της μηχανικής των …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… …   Dictionary of Greek

  • κάρντιφ — (Cardiff). Πόλη (300.038 κάτ. το 2002) της Μεγάλης Βρετανίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (140 τ. χλμ., 305.340 κάτ. το 2001) της νότιας Ουαλίας. Είναι χτισμένη στη βόρεια όχθη της διώρυγας Μπρίστολ, στις εκβολές των ποταμών Tαφ και… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”